πυρωμένος

πυρωμένος
η , ο
1) раскалённый, накалённый; 2) согретый; тёплый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "πυρωμένος" в других словарях:

  • ημιπύρωτος — ἡμιπύρωτος, ον (Α) ο κατά το ήμισυ πυρωμένος, ο εν μέρει καμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + πυρωτος (< πυρώ), πρβλ. ανεκ πύρωτος, α πύρωτος] …   Dictionary of Greek

  • κέραμος — I Αρχαία δωρική πόλη της Μικράς Ασίας, στη βόρεια ακτή του Κεράτιου κόλπου. Ο Στράβων τη χαρακτηρίζει «πολίχνιον», ο Πτολεμαίος «πολίχνη» της Δωρίδας και ο Παυσανίας πατρίδα του Ολυμπιονίκη, Πολίτη. Η πόλη, που φαίνεται ότι καταστράφηκε από… …   Dictionary of Greek

  • κατάπυρος — κατάπυρος, ον (Α) διάπυρος, πυρωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πυρος (< πῦρ), πρβλ. αμφί πυρος, διά πυρος] …   Dictionary of Greek

  • λαβροειδής — λαβροειδής, ές (Μ) [Λάβρος] (για άνεμο) πυρωμένος και ορμητικός. επίρρ... λαβροειδῶς (Μ) με ορμή και λάβρα …   Dictionary of Greek

  • υπέκπυρος — ον, Α ο κάπως πυρωμένος («ὑπέκπυρον ὄζον», Ορφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἔκπυρος «πολύ ζεστός, ζωηρός, φλογερός»] …   Dictionary of Greek

  • Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… …   Dictionary of Greek

  • πυρώνομαι — πυρώνομαι, πυρώθηκα, πυρωμένος βλ. πίν. 4 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • πυρώνω — πύρωσα, πυρώθηκα, πυρωμένος 1. μτβ., κάνω κάτι να κοκκινίσει από φωτιά, πυρακτώνω. 2. μτφ., κάνω κάτι να φαίνεται σαν πυρωμένο, του δίνω το κόκκινο χρώμα της φωτιάς: O ήλιος πύρωνε τη θάλασσα. 3. ζεσταίνω κάτι, θερμαίνω: Πύρωνε τα χέρια στη φωτιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»